Τιτάνια

Τιτάνια
(I)
η, Ν
αστρον. ο τρίτος κατά σειρά δορυφόρος τού πλανήτη Ουρανού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. titania (< νεολατ. titania < titanium < Τιτάν)).
————————
(II)
τὰ, Α [Τιτᾱνες]
εορτή προς τιμή τών Τιτάνων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Τιτανία — Τιτανίᾱ , Τιτάνιος fem nom/voc/acc dual Τιτανίᾱ , Τιτάνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τιτάνια — Τιτά̱νια , Τιτάνια festival of the Titans neut nom/voc/acc pl Τιτάνιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”